τριτοετής

τριτοετής
ης, ες учащийся на третьем курсе;

τριτοετής φοιτητής — студент третьего курса


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τριτοετής" в других словарях:

  • τριτοετής — ές, Ν αυτός που διανύει το τρίτο έτος («τριτοετής φοιτητής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + ετής (<έτος), πρβλ. πρωτο ετής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • τριτοετής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που διανύει το τρίτο έτος: Τριτοετής φοιτητής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»